- συρμή
- η, ΝΑ, και σουρμή Ν [σύρω]νεοελλ.1. αυλάκι που σχηματίζεται από σώμα που σύρεται2. τόπος διάβασης πουλιών3. το σύνολο τών επίπλων και σκευών οικίας4. επιδημία, συρμός5. παροιμ. «το φίδι βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» — λέγεται για ανθρώπους που εικάζουν για πράγματα πασιφανήαρχ.σειρά από ίχνη, ιδίως φιδιού.
Dictionary of Greek. 2013.